- τυραννιέμαι
- τυραννιέμαι, τυραννήθηκα, τυραννισμένος βλ. πίν. 59
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κακουχώ — (AM κακουχῶ, έω) 1. υποβάλλω κάποιον σε κακουχίες, κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ, βασανίζω 2. παθ. κακουχούμαι, έομαι κακοποιούμαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι νεοελλ. μσν. υπόκειμαι σε στερήσεις και θλίψεις, υποφέρω, τυραννιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μπεζερίζω — και μπεζέρω και μπεζερώ, άω 1. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι, υποβάλλομαι σε κόπους και δυσκολίες 2. (κατ επέκτ.) εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, αποκάμνω, βαριεστίζω, βαριέμαι 3. δυσφορώ με κάποιον ή με κάτι 4. (ως τριτοπρόσ.) μπεζερίζει γίνεται… … Dictionary of Greek
μυριοτσιγαρίζομαι — (Μ) 1. βασανίζομαι, τυραννιέμαι πάρα πολύ 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοτσιγαρισμένος, η, ον πάρα πολύ βασανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τσιγαρίζομαι] … Dictionary of Greek
τυραννώ — τυραννῶ, έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, άω, Ν 1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.) 2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.) 3. (μτβ.)… … Dictionary of Greek